Στροφή α΄
Αλλοί σας γενεές θνητών,
πως η ζωή σας τίποτε, τίποτε
δεν αξίζει!
Ποιος τάχα, ποιος θε να ’ν’ αυτός
ο ζηλεμένος ο θνητός,που
πιότερη ευτυχία φέρει
παρ’ όσηνε χρειάζεται
ευτυχισμένος να φανή,
κι έπειτα στην κακομοιριά να
πέση;
Τη δική σου πέρνοντας εγώ
παράδειγμα την τύχην,
δυστυχισμένε Οιδίπου,
κανέναν δεν καλοτυχίζω.
Αντιστροφή α΄
Εσέ, που τη σαΐττα σου
μακριά σωστά την έσυρες
κι εκέρδισες την πάσαν ευτυχία,
-Ω Ζευ--αφού πρώτα κατέστρεψες
το τέρας το νυχάτο
που ετραγουδούσ’ αινίγματα,
και που τας Θήβας έσωσες
απ’ τους πολλούς θανάτους·
γι’ αυτό και βασιλιάς έγεινες
του τόπου μας και πολυτιμημένος
εστάθης, βασιλεύοντας στη γη τη
δοξασμένη.
Στροφή β΄
Τώρα ποιος είναι δυστυχής
πιότερον από σένα,
ποιόν αγριώτερα δεινά
και συμφορές ακολουθούν
τώρα στην αλλαγή του βίου;
Αλλοίμονον! Του
Οιδίποδος
κεφάλι πολυτιμημένο,
που το ίδιο το λιμάνι
σου ’φθασε μέσα του ν’ αράξης
πατέρας, σύζυγος, παιδί.
Πώς τέλος πάντων, άμοιρε,
το πατρικό κρεββάτι
σιωπηλόν ημπόρεσε να σε βαστάξη
τόσον καιρό, τόσον καιρό;
Αντιστροφή β΄
Ο χρόνος σ’ εφανέρωσεν, εκείνος
όπου όλα
ξέρει να φανερώνη·
τον γάμον τον αποτρόπαιον,
που σπάρθηκες και που ’σπειρες,
αυτός καταδικάζει.
Αλλοί σου του Λαΐου, τέκνο
δύστυχο,
άμποτε να μη σ’ έβλεπα!
Δέρνομαι και μυρολογώ
και γόους αφήνω από το στόμα.
Όμως από σε σώθηκεν
η πόλις από τα δεινά
κ’ ημπόρεσα να κλείσω μάτι.
Nenhum comentário :
Postar um comentário